- πλινθηδον
- πλινθηδόνπλινθη-δόνadv. наподобие кирпичей Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλινθηδόν — brick fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθηδόν — ΜΑ μσν. (για είδος γραφής) με γράμματα διατεταγμένα σε μορφή επιμήκους ορθογωνίου αρχ. κατά τον τρόπο και το σχήμα πλίνθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πινακ ηδόν)] … Dictionary of Greek